- ἔνδειγμα
- ἔνδειγμα, ατος, τό, ([etym.] ἐνδείκνυμι)A evidence,
ὅτι . . Pl.Criti.110b
, cf. Iamb.Myst.1.11; token,εὐνοίας D.19.256
, cf. Dam.Pr.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὅτι . . Pl.Criti.110b
, cf. Iamb.Myst.1.11; token,εὐνοίας D.19.256
, cf. Dam.Pr.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔνδειγμα — evidence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένδειγμα — το (AM ἔνδειγμα) ένδειξη, τεκμήριο μσν. πληθ. ἐνδείγματα σημεία και τέρατα, παράλογα ή περίεργα γεγονότα … Dictionary of Greek
ἐνδείγμασι — ἔνδειγμα evidence neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδείγματα — ἔνδειγμα evidence neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδείγματος — ἔνδειγμα evidence neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδειγματικός — ή, ό αυτός που περιέχει ένδειγμα … Dictionary of Greek